- σιέροζεμ
- το, Ν(εδαφολ.) ζωνοέδαφος με ανοιχτό τεφρό χρώμα, που σχηματίζεται στις παρυφές τών ερήμων και αποτελείται από έναν βαθύ ασβεστολιθικό ορίζοντα, φτωχό σε οργανικό υλικό, αλλ. τεφρό ερημικό έδαφος ή τεφρό ξηρό έδαφος.
Dictionary of Greek. 2013.